τελεοκαρπώ

τελεοκαρπώ
Α
βλ. τελειοκαρπῶ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τελειοκαρπώ — και τελεοκαρπῶ, έω, ΜΑ παράγω ώριμους καρπούς, ολοκληρώνω τη διαδικασία ωρίμασης τών καρπών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέλειος / τέλεος + καρπῶ (< καρπος < καρπός), πρβλ. καλλι καρπῶ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”